Η Ιστορία της Αναρρίχησης: Από τους Πύργους του Μεσαίωνα στις Κορυφές του Κόσμου
του Πεπονάκη Βασίλη
για το Wild Terrain
Η ανθρώπινη ανάγκη να φτάσει σε ψηλά σημεία είναι τόσο παλιά όσο και η ιστορία του ίδιου του ανθρώπου. Από την αναζήτηση τροφής και καταφυγίου μέχρι την εξερεύνηση και τη λατρεία, οι άνθρωποι σκαρφάλωναν σε βράχια και βουνά για λόγους καθαρά πρακτικούς ή συμβολικούς.
Ωστόσο, η τεχνική αναρρίχηση, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, εμφανίζεται ως πιο ξεκάθαρη δραστηριότητα στους νεότερους χρόνους. Μία από τις πρώτες καταγεγραμμένες αναβάσεις που θυμίζουν αναρρίχηση είναι αυτή του Αντουάν ντε Βιλ το 1492, όταν, με εντολή του βασιλιά Κάρολου Η’ της Γαλλίας, ανέβηκε στον βράχινο πύργο του Mont Aiguille κοντά στη Γκρενόμπλ. Με χρήση σκοινιών και ξύλινων σκαλών, κατάφερε να φτάσει στην κορυφή, να στήσει τρεις σταυρούς και να μείνει εκεί έξι μέρες.

Εκείνη την εποχή, η αναρρίχηση δεν αντιμετωπιζόταν ως άθλημα ή μορφή ψυχαγωγίας, αλλά ως μια πρόκληση στα όρια του υπερβατικού. Η φύση θεωρούνταν επικίνδυνη και χαοτική, γεμάτη φόβο και δέος – έννοιες που οι ρομαντικοί φιλόσοφοι, όπως ο Έντμουντ Μπερκ, συνδύαζαν με την έννοια του «υψηλού» και του θεϊκού. Το να ανεβαίνεις σε ένα απότομο και επιβλητικό βουνό ήταν κάτι που προκαλούσε δέος και σεβασμό – όχι επιθυμία για αναψυχή.
Όμως, κάπως έτσι ξεκίνησε μια νέα σχέση του ανθρώπου με το υψόμετρο: μια σχέση ανάμεσα στο φόβο και την πρόκληση, ανάμεσα στο θεϊκό και το προσωπικό επίτευγμα.
Η γέννηση του αλπινισμού και η Χρυσή Εποχή
Το 18ο αιώνα, η άποψη για τα βουνά άρχισε να αλλάζει. Από τόποι φόβου και θρησκευτικού δέους, άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως περιοχές εξερεύνησης, περιπέτειας και επιστημονικού ενδιαφέροντος.
Σημαντικός πρωταγωνιστής σε αυτή τη μετάβαση ήταν ο Horace-Bénédict de Saussure, φυσιοδίφης και γεωλόγος, που λάτρευε τις Άλπεις και προσέφερε αμοιβή σε όποιον θα μπορούσε να τον βοηθήσει να ανέβει στο Mont Blanc – την υψηλότερη κορυφή των Άλπεων.
Η κορυφή κατακτήθηκε τελικά το 1786 από τον Jacques Balmat και τον γιατρό Michel-Gabriel Paccard, χωρίς σκοινιά ή πιολέ. Η αναρρίχησή τους αποτέλεσε ορόσημο και σηματοδότησε την έναρξη του αλπινισμού ως δραστηριότητα για την πρόκληση και την κατάκτηση των κορυφών.
Λίγο αργότερα, άρχισαν να δημιουργούνται και οι πρώτοι ορειβατικοί σύλλογοι, όπως ο Alpine Club στην Αγγλία το 1857, που αποτέλεσε το πρώτο επίσημο σωματείο αναρριχητών στον κόσμο.
Τη δεκαετία του 1850 ως και το 1865 ζούμε αυτό που σήμερα ονομάζεται Χρυσή Εποχή του Αλπινισμού, κατά την οποία οι κορυφές των Άλπεων κατακτούνται η μία μετά την άλλη από Άγγλους, Γάλλους και Ελβετούς ορειβάτες.
Το αποκορύφωμα αυτής της περιόδου ήταν η ανάβαση στο Matterhorn το 1865 από τον Άγγλο Edward Whymper, μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες. Η κατάβαση όμως συνοδεύτηκε από τραγωδία, καθώς τέσσερα μέλη της ομάδας σκοτώθηκαν όταν έσπασε το σκοινί. Η επιτυχία της ανάβασης και η δραματική της κατάληξη τερμάτισαν τη Χρυσή Εποχή και εγκαινίασαν μια πιο ώριμη και σοβαρή αντιμετώπιση του αλπινισμού.
Η εποχή της εξερεύνησης και τα Ιμαλάια
Μετά την κατάκτηση των περισσότερων κορυφών στις Άλπεις, οι ορειβάτες της Ευρώπης άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα τους σε πιο απομακρυσμένες και πιο υψηλές περιοχές του πλανήτη. Έτσι ξεκινά η Εποχή της Εξερεύνησης, όπου στόχος ήταν πλέον τα Ιμαλάια, ο Καύκασος, οι Άνδεις και τα Βραχώδη Όρη.
Ο W.W. Graham θεωρείται ο πρώτος που ταξίδεψε στα Ιμαλάια αποκλειστικά για ορειβασία, το 1883. Αν και δεν κατάφερε να ανέβει σε πολλές κορυφές, έθεσε τα θεμέλια για μελλοντικές αποστολές. Ο ίδιος δήλωσε πως έφτασε τα 6.920 μέτρα στο Dunagiri, υψόμετρο που ήταν ρεκόρ για την εποχή.
Σημαντικός σταθμός είναι και η πρώτη καταγεγραμμένη μεγάλη επιτυχία στα Ιμαλάια με την ανάβαση στο Kabru (7.349 μ.), που τότε ήταν η υψηλότερη κορυφή που είχε κατακτηθεί από άνθρωπο.
Όμως το ενδιαφέρον για τα Ιμαλάια εκτοξεύτηκε πραγματικά όταν οι Βρετανοί ξεκίνησαν την Μεγάλη Τριγωνομετρική Έρευνα της Ινδίας τον 19ο αιώνα. Μέσω αυτής της αποστολής, χαρτογραφήθηκαν για πρώτη φορά οι κορυφές των Ιμαλαΐων και αναγνωρίστηκε το σημερινό Έβερεστ (τότε «Peak XV») ως η ψηλότερη κορυφή της Γης.
Παρόλο που ήταν γνωστό στους ντόπιους ως Τσομολούνγκμα ή Σαγκαρμάθα, το βουνό ονομάστηκε από τον Βρετανό γεωμέτρη Sir George Everest, παρότι ο ίδιος δεν το είχε αντικρίσει ποτέ.
Έτσι, τα Ιμαλάια και κυρίως το Έβερεστ, μετατράπηκαν στο απόλυτο όνειρο για κάθε ορειβάτη του 20ού αιώνα.
George Mallory, το Έβερεστ και η Βρετανική Εμμονή
Η εποχή της μεγάλης εξερεύνησης κορυφώθηκε με την έναρξη των πρώτων αποστολών στο Έβερεστ. Για τους Βρετανούς, η κατάκτησή του θεωρήθηκε εθνικός στόχος, συμβολικά ισοδύναμος με την κατάκτηση των Πόλων. Πρωταγωνιστής αυτής της περιόδου ήταν ο George Mallory, δάσκαλος και λόγιος, που μετατράπηκε σε θρύλο της ορειβασίας.
Ο Mallory συμμετείχε στην πρώτη βρετανική αναγνωριστική αποστολή το 1921, που είχε σκοπό τη χαρτογράφηση διαδρομών προς την κορυφή. Το 1922 επανέρχεται με την ελπίδα της ανάβασης, φτάνοντας τότε σε ύψος 8.222 μέτρων χωρίς χρήση οξυγόνου – ένα εντυπωσιακό ρεκόρ για την εποχή.
Η τρίτη και πιο διάσημη αποστολή έγινε το 1924, με τον νεαρό Andrew Irvine ως συνοδοιπόρο. Ξεκινώντας από το βόρειο άκρο του Έβερεστ, χρησιμοποιώντας αυτή τη φορά φιάλες οξυγόνου, οι δύο ορειβάτες εθεάθησαν τελευταία φορά από τον Noel Odell στις 8 Ιουνίου να σκαρφαλώνουν κοντά στην κορυφή. Δεν επέστρεψαν ποτέ.
Για δεκαετίες, η τύχη τους παρέμεινε άγνωστη. Το 1999, η αποστολή του Conrad Anker εντόπισε τελικά το πτώμα του Mallory στα 8.155 μέτρα, αναζωπυρώνοντας τη θεωρία ότι ίσως να είχαν φτάσει πρώτοι στην κορυφή – πριν από τους Hillary και Norgay.
Η ιστορία του Mallory έγινε μύθος και η φράση του «Γιατί θέλεις να ανέβεις στο Έβερεστ; – Επειδή είναι εκεί» έγινε σύμβολο της ανθρώπινης θέλησης να ξεπερνά τα όριά της.

Η Κατάκτηση του Έβερεστ και η Νέα Εποχή της Αναρρίχησης
Το 1953, η Βρετανική Αυτοκρατορία, πλέον σε υποχώρηση, αναζητούσε ξανά τρόπους να ενισχύσει το διεθνές της κύρος. Η κατάκτηση του Έβερεστ, της «τρίτης κορυφής» μετά τον Βόρειο και Νότιο Πόλο, φάνταζε ως ο ιδανικός στόχος.
Η Βρετανική Αποστολή του 1953, υπό την ηγεσία του Συνταγματάρχη John Hunt, προσέγγισε το Έβερεστ από την νοτιοανατολική διαδρομή, μέσω Νεπάλ. Μαζί τους ήταν δύο νεοζηλανδοί ορειβάτες, ο Edmund Hillary και ο Tenzing Norgay, ένας Σέρπα με τεράστια εμπειρία.
Στις 29 Μαΐου 1953, οι δύο άντρες πάτησαν στην κορυφή του κόσμου, στα 8.848 μέτρα, γράφοντας ιστορία. Το νέο διαδόθηκε με αργούς ρυθμούς λόγω της εποχής, αλλά έφτασε στο Λονδίνο ανήμερα της στέψης της Βασίλισσας Ελισάβετ Β’, ενισχύοντας το θρυλικό κύρος της αποστολής.
Η πρώτη επιτυχημένη ανάβαση στο Έβερεστ άνοιξε νέους δρόμους στην αναρρίχηση, προσφέροντας ώθηση σε μια νέα εποχή παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Πλέον, το κοινό δεν έβλεπε την αναρρίχηση μόνο ως «περιπέτεια για αριστοκράτες», αλλά ως μια δραστηριότητα με φιλοσοφία, τεχνική και βάθος.
Σύντομα, η δράση μεταφέρθηκε σε νέες “σκηνές”: από τα Ιμαλάια στις επιβλητικές γρανιτένιες ορθοπλαγιές της Yosemite, όπου ο Warren Harding, ο Royal Robbins, η Lynn Hill και αργότερα ο Alex Honnold θα άλλαζαν για πάντα τα δεδομένα της αναρρίχησης.
Η Μετέπειτα Ιστορία της Αναρρίχησης – Από τη Yosemite στην Εποχή των Ρεκόρ
Μετά την κατάκτηση του Έβερεστ, η παγκόσμια κοινότητα της αναρρίχησης πήρε φωτιά. Η προσοχή μεταφέρθηκε πλέον από τα ορεινά βουνά στην καθαρή, κάθετη τεχνική: τις ορθοπλαγιές. Και κανένα μέρος δεν αντιπροσώπευε καλύτερα αυτό το πέρασμα από την κοιλάδα Yosemite στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η εποχή της Yosemite και η αναρρίχηση τοίχου (big wall)
Τη δεκαετία του 1950, δύο επιβλητικές μορφές κυριαρχούσαν στο τοπίο της Yosemite: ο Royal Robbins και ο Warren Harding. Ο Robbins, υπέρμαχος της καθαρής αναρρίχησης (χωρίς υπερβολικά τεχνητά μέσα), κοντραριζόταν με τον Harding, που δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να φτάσει στην κορυφή.
Το 1958, ο Harding, μαζί με την ομάδα του, κατέκτησε για πρώτη φορά το El Capitan, έναν κάθετο γρανιτένιο τοίχο 900 μέτρων, μετά από 47 ημέρες προσπάθειας. Αυτή η ανάβαση αποτέλεσε ορόσημο για το μέλλον της αναρρίχησης.
Από την τεχνική στην “καθαρή” αναρρίχηση
Τη δεκαετία του 1970, η κοινότητα απομακρύνθηκε από την aid climbing και υιοθέτησε πιο δεοντολογικές και φυσικές προσεγγίσεις, όπως η ελεύθερη αναρρίχηση (free climbing), που βασίζεται αποκλειστικά στη δύναμη, ισορροπία και τεχνική του σώματος. Η Lynn Hill έγινε η πρώτη που έκανε ελεύθερη ανάβαση του The Nose στο El Capitan, και μάλιστα το επανέλαβε σε μία μόνο ημέρα.
Η σύγχρονη εποχή: ρεκόρ, ελευθερία, και ψυχολογία
Η αναρρίχηση πλέον έχει πολλές μορφές: αγωνιστική, βράχου, παγοαναρρίχηση, deep water soloing, αναρρίχηση σε τεχνητές πίστες – και καθεμία εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς.
Οι Tommy Caldwell και Kevin Jorgeson έγραψαν ιστορία με το Dawn Wall, την πιο απαιτητική διαδρομή στον κόσμο, ενώ ο Alex Honnold, με το ελεύθερο solo του στο El Capitan (χωρίς σχοινί, χωρίς ασφάλεια), άλλαξε τα όρια της ανθρώπινης ψυχολογίας και αντοχής.
Παρά τις τεχνικές, τα εργαλεία και την παγκόσμια προβολή, ο πυρήνας της αναρρίχησης παραμένει ο ίδιος: η εσωτερική πρόκληση, η ανάγκη για εξερεύνηση, και η σιωπηλή σύνδεση του ανθρώπου με το βράχο.
Από τη μυθική ανάβαση στο Mont Aiguille τον 15ο αιώνα έως τις ελεύθερες solo αναρριχήσεις του 21ου αιώνα, η ιστορία της αναρρίχησης είναι μια ιστορία ανθρώπινης υπέρβασης, πείσματος και ελευθερίας. Δεν είναι απλώς ένα σπορ – είναι ένας τρόπος ζωής, μια διαρκής αναμέτρηση με τα όρια του σώματος και του μυαλού.
Η τεχνολογία άλλαξε, οι διαδρομές έγιναν πιο απαιτητικές, τα ρεκόρ έσπασαν – αλλά η ουσία παραμένει η ίδια: η στιγμή που στέκεσαι στο ύψος σου, με τις παλάμες άσπρες από μαγνησία και το βλέμμα καρφωμένο στο επόμενο πιάσιμο. Αυτή η στιγμή, όσο απλή κι αν φαίνεται, περιέχει όλα όσα είναι η αναρρίχηση: φόβο, συγκέντρωση, χαρά, και τελικά… ελευθερία.
Η αναρρίχηση δεν ήταν ποτέ απλώς μια ανάβαση. Ήταν πάντα μια κάθοδο προς τον εαυτό μας.