Οι καταστροφικές συνέπειες των πυρκαγιών δεν περιορίζονται στη φωτιά και τις στάχτες που αφήνουν πίσω τους. Νέα επιστημονική μελέτη αποκαλύπτει ότι το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα επεκτείνεται πολύ βαθύτερα και χρονικά μακρύτερα απ’ όσο φανταζόμασταν. Μέσα από ανάλυση δεκάδων χιλιάδων δειγμάτων νερού, αποδείχθηκε πως οι πυρκαγιές συνεχίζουν να δηλητηριάζουν τα ποτάμια και τις υδάτινες λεκάνες απορροής για έως και οκτώ χρόνια μετά το πέρασμά τους. Η έρευνα φωτίζει μια άγνωστη πτυχή της οικολογικής κρίσης, τονίζοντας την ανάγκη για μακροπρόθεσμη παρακολούθηση και αποκατάσταση των πληγέντων οικοσυστημάτων.
Οι πυρκαγιές απειλούν την ποιότητα των υδάτων έως και οκτώ χρόνια μετά
Οι ρύποι που αφήνουν πίσω τους οι πυρκαγιές συνεχίζουν να δηλητηριάζουν τα ποτάμια για πολύ περισσότερο χρονικό διάστημα από ό,τι πίστευαν έως τώρα οι επιστήμονες. Νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications Earth & Environment, αποκαλύπτει ότι οι συνέπειες για τα υδάτινα οικοσυστήματα είναι μακροχρόνιες και βαθύτερες απ’ όσο είχε εκτιμηθεί στο παρελθόν.
Εδώ και καιρό είναι γνωστό ότι η στάχτη και η απογύμνωση του εδάφους μετά από μια δασική πυρκαγιά επιβαρύνουν την ποιότητα του νερού. Ωστόσο, οι περισσότερες μέχρι σήμερα έρευνες περιορίζονταν σε μεμονωμένα τοπικά δείγματα, χωρίς ευρύτερη χωρική κάλυψη ή μακροπρόθεσμη παρακολούθηση.
Η νέα έρευνα, υπό τον συντονισμό του Συνεργατικού Ινστιτούτου Ερευνών Περιβαλλοντικών Επιστημών (CIRES) του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Μπόλντερ, βασίστηκε σε περισσότερα από 100.000 δείγματα νερού από 500 λεκάνες απορροής στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Τα δείγματα ελήφθησαν τόσο από περιοχές που έχουν πληγεί από πυρκαγιές όσο και από περιοχές που δεν έχουν καεί. Στόχος ήταν να καταγραφούν και να συγκριθούν μεταβολές σε κρίσιμους δείκτες ποιότητας, όπως ο οργανικός άνθρακας, το άζωτο, ο φώσφορος, τα αιωρούμενα ιζήματα και η θολότητα του νερού.
Τα αποτελέσματα ήταν αποκαλυπτικά: οι συγκεντρώσεις οργανικού άνθρακα και φωσφόρου, αλλά και η γενική θολότητα του νερού, αυξάνονται σημαντικά στα πρώτα 1 έως 5 χρόνια μετά από μια πυρκαγιά. Το άζωτο και τα ιζήματα παρουσιάζουν ακόμη μεγαλύτερη διάρκεια επιβάρυνσης, φτάνοντας έως και τα 8 έτη μετά το συμβάν. Οι επιπτώσεις αυτές είναι εντονότερες στις δασικές περιοχές, όπου η κάλυψη του εδάφους και το βιολογικό υπόστρωμα παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ισορροπία του οικοσυστήματος.
«Μπορεί να χρειαστούν δύο έως και οκτώ χρόνια για να γίνουν πλήρως αισθητές οι επιπτώσεις», εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κολοράντο Μπεν Λίβνε, ένας εκ των βασικών συγγραφέων της μελέτης. «Σε πολλές περιπτώσεις, τα φαινόμενα καθυστερούν. Άλλοτε απαιτείται η επέλευση μιας μεγάλης καταιγίδας για να ενεργοποιηθούν και να μεταφερθούν οι συσσωρευμένοι ρύποι».
Η έρευνα αναδεικνύει την ανάγκη για παρατεταμένη παρακολούθηση και διαχείριση των καμένων περιοχών, όχι μόνο για την αποκατάσταση του εδάφους και της βλάστησης, αλλά και για τη διασφάλιση της ποιότητας των υδάτων που εξυπηρετούν οικοσυστήματα και ανθρώπινες κοινότητες. Με την κλιματική κρίση να αυξάνει τη συχνότητα και την ένταση των πυρκαγιών, η υδατική ασφάλεια μετατρέπεται σε μείζον περιβαλλοντικό και κοινωνικό ζήτημα.
Η μελέτη αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει πως οι πυρκαγιές δεν είναι ένα παροδικό φυσικό φαινόμενο, αλλά ένα βαθύ τραύμα στο περιβάλλον που επουλώνεται αργά — και με σοβαρές επιπτώσεις. Η υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων στις καμένες περιοχές αναδεικνύει την ανάγκη για πιο στοχευμένη και μακροπρόθεσμη διαχείριση των φυσικών πόρων μετά από πυρκαγιές. Ειδικά σε μια εποχή όπου οι ακραίες καιρικές συνθήκες πολλαπλασιάζονται, η πρόληψη, η συνεχής παρακολούθηση και η αποκατάσταση των πληγέντων οικοσυστημάτων πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα.